καταφάνερος

καταφάνερος
-η, -ο
ολοφάνερος.
επίρρ...
καταφάνερα
ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φανερός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς από τον Αθανάσιο Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφάνερος — η, ο επίρρ. α ολοφάνερος: Οι προθέσεις του είναι καταφάνερες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”